Χρόνια τώρα στέκομαι κι ατενίζω τον Θερμαϊκό. Πότε γαλήνιος κι ακύμαντος, πότε ανταριασμένος και φουσκωμένος. Έχει περάσει από μπροστά μου ολάκερος ο πληθυσμός της πόλης. Κάθονται πάνω μου να ξαποστάσουν, να ρεμαβάσουν, να γαληνέψουν, να κλάψουν, να γελάσουν, να ξεστομίσουν μυστικά και ψιθύρους. Τα έχω ακούσει και τα έχω δει όλα!
Ναι, σωστά θα κατάλαβες. Είμαι ένα παγκάκι. Ένα ξύλινο παγκάκι τοποθετημένο από τους εργάτες του Δήμου. Μπογιατισμένο με κόκκινο χρώμα και περασμένο με βερνίκι. Δεν μ’ αλλάζουν μ’ ένα νεότερο, όσο γέρικο κι αν είμαι. Λένε πως ο Δήμος δεν έχει χρήματα, όπως και όλη η χώρα. Ξοφλήσαμε λένε, χρεοκοπήσαμε και δεν το ξέρουμε. Σήμερα θέλησα να μιλήσω για πρώτη φορά στη ζωή μου σ’ εσένα. Να σου πω πως όσο παράξενο και ν’ ακούγεται, τους ανθρώπους τους πονάω, ζω μαζί τους λύπες και χαρές.
Ήμουν πολύ νέος την πρώτη φορά που έκλαψα για κάποιον. Ήταν μια νύχτα, λίγο καιρό αφού με είχαν τοποθετήσει στη θέση μου, όταν είδα να με πλησιάζει ένα νέο παλικάρι παραπατώντας. Τρόμαξα! Κάθισε, έγειρε, ξάπλωσε. Μισός πάνω μου, μισός κάτω. Τα μάτια του πάλευαν να μείνουν ανοιχτά, τα άκρα του έτρεμαν, παραμιλούσε. Ώσπου το ξημέρωμα σώπασε μια για πάντα. Δεν είχα χέρια να τον αγκαλιάσω, στόμα να του δώσω ένα στερνό φιλί γι’ αντίο. Κι ήτανε μόνος και τόσο νέος σε μια πόλη άδεια κι αδιάφορη. Άνθρωποι περνούσαν μα κανείς δεν του έδινε σημασία. “Πέθανε” ήθελα να ουρλιάξω, μα δεν είχα φωνή.
Υπάρχουν όμως και στιγμές ευχάριστες, αστείες και συγκινητικές.
Ένα ξημέρωμα ήρθε ένα ζευγαράκι. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν είκοσι. Ζαλισμένοι απ’ το ποτό και τον έρωτα, αντάλασσαν φιλιά και υποσχέσεις.
“Ζαλίζεσαι. Πρέπει να σε πάω στο σπίτι σου και ποιος τον ακούει τον πατέρα σου”.
“Είμαι μια χαρά! Μια χαρά!” είπε το κορίτσι και ξέσπασε σε άνευ λόγου γέλια.
“Ναι, το βλέπω. Μικρή μου μπεκρού, μικρή και όμορφη μπεκρού”.
Ξάπλωσαν πάνω μου και δεν έλεγαν να πάψουν να φιλιούνται. Με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου ο νεαρός κατάλαβε πως έπρεπε να πηγαίνουν.
“Σήκω, θ’ αρχίσουν να μας ψάχνουν”.
Ίσα που ακούστηκε ο ψίθυρός του μέσα στην αγουροξυπνημένη βοή της πόλης.
Η μικρή υπάκουσε κι έκανε να σηκωθεί από πάνω μου μα κάτι την εμπόδισε.
“Αμάν!” φώναξε κι ακούστηκε μέχρι τον Πύργο το Λευκό.
“Τα παπούτσια μου! Που είναι τα παπούτσια μου;”
“Μα καλά, δεν τα φορούσες;”
Έμεινε για λίγο σκεπτική.
“Τα ξέχασα στο ρεμπετάδικο! Τα ‘βγαλα ν’ ανέβω να χορέψω στο τραπέζι και τα ξέχασα η τρελή!”
Ο νέος γέλασε με την ψυχή του. Την άρπαξε στα χέρια του και την πήγε στο σπίτι της αγκαλιά. Γέλασα τόσο εκείνο το πρωί…
Άλλοτε πάλι θύμωσα. Όπως τότε που ήρθε ένα άλλο ζευγάρι κι η γυναίκα έκλαιγε και ζητούσε συγνώμη. Ο άντρας της μιλούσε προσβλητικά. “Δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω” του ‘λεγε “Ήθελα απλώς να πάω μια βόλτα”.
“Ξέρεις πως δεν μ’ αρέσουν αυτά. Όπως καθόσουν πάντοτε στο σπίτι σου, έτσι να συνεχίσεις. Κανόνισε γιατί δεν θέλεις να με δεις θυμωμένο…”
Είδα κοπέλες να τρέχουν και να ιδρώνουν. Στέκονταν για λίγο να ξαποστάσουν και να πιουν νερό.
“Εγώ θα περάσω στη σχολή που θέλω” μονολόγησε με πείσμα κάποιο σούρουπο ένα όμορφο μελαχρινό κορίτσι κι εγώ τη θαύμασα. Συνέχισε να τρέχει. Θα τα κατάφερνε, πίστεψα σ’ αυτή.
“Θυμάσαι τότε που ερχόμουν στο παραθύρι σου τα μεσάνυχτα; Θυμάσαι τα λουλούδια που σου ‘φερα τη μέρα που σ’ έκλεψα; Να σαν κι αυτά”.
Είπε ο ηλικιωμένος άντρας και πρόσφερε ένα μπουκέτο με ροζ τριαντάφυλλα στη γυναίκα του. Τα μάτια της βούρκωσαν. Ένα απαλό φιλί σφράγισε τη στιγμή. Κι εγώ αναρωτήθηκα γιατί να μην αγαπιούνται όλοι οι άνθρωποι τόσο δυνατά;
Δυο φίλοι κάθισαν να τα πουν ένα καλοκαιρινό απόγευμα. “Χωρίζω φίλε” είπε ο ένας. “Την έπιασα να μ’ απατά”.
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι εκείνος δε ντράπαηκε να κλάψει όπως κάνουν οι περισσότεροι αφού οι μανάδες τους τους λένε από μια σταλιά μωρά πως τα δάκρυα των αντρών δηλώνουν αδυναμία. Τι ανόητος συλλογισμός! Περνούν από μπροστά μου με μικρά αγόρια που παίζουν κι όταν χτυπούν τους απαγορεύουν το κλάμα. Το κλάμα ακούς; Το λυτρωτικό κλάμα που κάθε ανθρώπινο ον έχει ανάγκη! Έχω στραγγίξει εγώ ποτάμια δακρύων…
Τα αγαπώ τα παιδιά. Η αθωότητά τους με συγκλονίζει. Όπως τότε που μια μικροσκοπική σγουρομάλλα μ’ ένα χαριτωμένο φουστανάκι ήρθε μαζί με τη μητέρα της.
“Ψυχή μου, έφτασε η ώρα να σου πω ένα παραμυθάκι. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό μωράκι που η μανούλα του δεν μπορούσε να το φροντίσει γιατί δεν είχε χρήματα. Έτσι, με πολύ μεγάλη λύπη το έδωσε σε μια άλλη γυναίκα που το ήθελε πολύ και που θα το μεγάλωνε με όλα τα καλά του κόσμου. Αυτό το μωρό είσαι εσύ καρδιά μου και η γυναίκα είμαι εγώ”.
“Δηλαδή δεν βγήκα από την κοιλίτσα σου;”
“Όχι”.
“Με αγαπάς όμως σα να βγήκα μανούλα μου!”
Άκουσα πως σε λίγες μέρες θα ‘ρθουν τελικά να με ξηλώσουν. Είπαν κάτι για μια χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καιρός ήταν πια. Γέρασα και κουράστηκα. Όμως πριν φύγω, θέλω να σου δώσω μια συμβουλή. Μια συμβουλή από ένα γέρικο, ξύλινο παγκάκι που φιλοξένησε πόθους και πόνους μα που ποτέ όσο κι αν το επιθυμούσε δεν μπόρεσε να συμπαρασταθεί και να βοηθήσει γιατί όπως σου είπα είναι φτιαγμένο από ξύλο…Εσύ που έχεις χέρια, πόδια, καρδιά, μυαλό αγκάλιασε, νιώσε, συμπόνεσε και βοήθα τον διπλανό σου. Έχεις τη δύναμη ν’ απαλύνεις κάποιου τον πόνο, να του φροντίσεις τις πληγές, να του δώσεις δύναμη να πάει παρακάτω. Γιατί δεν το κάνεις;
~Γράφει η Φρόσω Αποστόλου~