Ξημερώνει Οκτώβρης κι εγώ έχω τόσα πολλά να σου πω. Είναι ο μήνας που έχεις γενέθλια, 42 χρόνια που υπάρχει αυτό το χαμόγελό στη Γη. Σε παραμύθιαζαν μικρό πως θα γίνεις πλούσιος γιατί έχεις κενό ανάμεσα στα δυο μπροστινά σου δόντια. Όμως εσύ δεν αντέχεις να κρατήσεις φράγκο τσακιστό. Θαρρείς πως μια μανία σε καταδιώκει, κάποιο πνεύμα σε κυνηγά ψιθυρίζοντας σου «Φάτα, φάτα γιατί αλλιώς θα τα πάρεις μαζί σου».
Πονάει που δε μπορώ να φιλήσω το αξύριστο μάγουλό σου, αφήνοντας επάνω λίγο ροζ κραγιόν. Πονάει όμως λιγότερο φέτος, σα να τον συνήθισα κάπως τον πόνο, σα να ‘γινε ένα με το δέρμα μου. Έβγαλε ψύχρα τα πρωινά, κοιτάζω έξω απ’ τα παράθυρα των αστικών λεωφορείων μήπως και σε συναντήσω. Κι ας ξέρω πως η δουλειά σου είναι στην άλλη άκρη της πόλης. Κάνω σενάρια μες το μυαλό μου. Μπορεί να του ‘δωσαν άδεια σήμερα και να ‘χει δουλειά σε μια δημόσια υπηρεσία εδώ κοντά. Ίσως κατέβηκε στο κέντρο για ψώνια. Άραγε θα ‘χεις αγοράσει μπουφάν; Πάντα τριγυρνούσες με μια ζακέτα ώσπου να μπει Δεκέμβρης.
Άσχημος ο χειμώνας μακριά σου. Γυρίζω απ’ τη δουλειά με τα πόδια πονεμένα απ’ την ορθοστασία, μου κάνει τα νεύρα κρόσσια η μαλακισμένη με τις διαταγές της . Φέρε μου τον καφέ, κατέβα να πάρεις την παραγγελία μου, απάντησε σε τρία τηλέφωνα ταυτόχρονα. Ανάβω την ξυλόσομπα, κάνω μπάνιο – ξέρεις ώσπου να γίνει σάουνα εκεί μέσα, ώσπου να μη μπορείς ν’ αντικρίσεις το είδωλό σου στον καθρέφτη- κι ύστερα ξαπλώνω στον καφέ δερμάτινο καναπέ. Θυμάσαι που σου φαινόταν καταθλιπτικός και γεροντίστικος; Ταιριάζει πολύ με το μέσα μου τώρα πια. Ξαπλώνω που λες και σκέφτομαι πως δεν έχω κάπου να τα πω, να τα βγάλω από μέσα μου ρε παιδί μου. Αυτό που γυρίζεις σπίτι και λες, έχω άνθρωπο δικό μου. Δεν μαγειρεύω, παίρνω μερίδες έτοιμες από το σούπερ μάρκετ. Πατάτες άνοστες που συνοδεύουν κρέατα χαμηλής ποιότητας. Δε μου πάει όμως η καρδιά να βάλω κατσαρόλα στο μάτι για ένα άτομο.
Ευτυχώς, υπάρχει κι ο γάτος που τριγυρίζει στα πόδια μου κι αισθάνομαι μια παρουσία, κάπως έτσι ίσως δεν μου ‘χει στρίψει ακόμη. Τους βαρέθηκα όλους να σου πω την αλήθεια. Μπούχτισα ν’ ακούω «καλά να πάθεις». Τίποτε δεν είπα κι ούτε που κλάφτηκα, με ξέρεις πως δεν είναι του στυλ μου η κλάψα, γι’ αυτό δεν ανέχτηκα την κριτική από κανέναν. Μόλις πήγαν να πουν κουβέντα τους έκοψα μαχαίρι. Φορέστε πρώτα τα παπούτσια μου κι ύστερα να με κρίνετε.
Πουτάνα με είπανε, αντροχωρίστρα με είπανε, μη κοιτάς που έκανα πως δεν τα ήξερα. Όλοι μιλάνε, έχουν έτοιμη την κάννη, ώσπου να ‘ρθει στην πλάτη τους. Ξέρεις εσύ αν θα ερωτευτείς; Σου ‘χει κάνει συμβόλαιο η ζωή πως οι έρωτές σου θα είναι καθώς πρέπει; Ξέρεις καλά πως την πόνεσα τη Μαρία όταν το έμαθε. Μόνο εσύ μπορείς να με καταλάβεις. Δεν ήθελα ποτέ στη ζωή μου να πονέσω άλλον άνθρωπο και μάλιστα μια γυναίκα. Γι’ αυτό έκανα πίσω και κλείστηκα στο κλουβάκι μου, γι’ αυτό δεν σου σήκωσα ξανά το τηλέφωνο κι όταν χτύπαγες τα κουδούνια έκανα τάχα πως λείπω. Έμαθα πως μ’ έψαχνες. Πήρα μια βδομάδα άδεια από τη μέγαιρα κι έφυγα στη μάνα μου στο χωριό.
Έμαθα για τη Μαρία, που ‘ναι έγκυος ξανά και χάρηκα που θα έχει η μικρή σου έναν αδερφό. Έμαθα πως μετακομίσατε σε πιο μεγάλο σπίτι και χάρηκα πολύ, στ’ αλήθεια.
Χαίρομαι, χαίρομαι τη μέρα. Όμως τη νύχτα μες τον ύπνο μου ξυπνάω με λυγμούς, βλέπω το πρόσωπο σου μπροστά μου να χαμογελάει. Είδα προχθές πως ήμασταν μαζί στη θάλασσα χειμώνα. Εγώ φορούσα τη γκρι ,χοντρή ζακέτα που μου ‘κανες δώρο κάτι Χριστούγεννα. Με κρατούσες από το χέρι και με πρόσεχες ,με πρόσεχες σα να ήμουν παιδί.
Εγώ σου χάιδεψα το μάγουλο και τα γκρίζα γένια σου με γρατζούνισαν. Ξύπνησα κι άρχισα πάλι να κλαίω. Με τυραννάνε τα όνειρα ,με μπερδεύουν, τη μέρα ξέρω, δεν είσαι εδώ κι ούτε θα ‘ρθεις μα όταν κοιμάμαι η πραγματικότητα είναι άλλη, είμαστε μαζί όπως παλιά. Κι όταν ξυπνάω νιώθω σα να μου ξεριζώνουν την καρδιά, τόσο στ’ αλήθεια πονάει αυτή η επαναφορά στην πραγματικότητα που προτιμώ πια να μη κοιμάμαι. Έχει λίγες μέρες που άρχισα να πίνω αργά το βράδυ καφέ και να κάθομαι στο μπαλκόνι. Τις προάλλες με είδε η γειτόνισσα. «Κορίτσι μου τι κάνεις μες το κρύο τέτοια ώρα; Πήγαινε να κοιμηθείς». Της χαμογέλασα και συνέχισα να κοιτάζω τα φώτα της πόλης. Τα πάρκα, τα γήπεδα, οι δρόμοι. Οι βρισιές, οι κόρνες, οι παρέες. Όλα φαίνονται κι όλα ακούγονται από ‘δώ πάνω.
Άρχισα να κάνω λάθη στη δουλειά από την αϋπνία, η άλλη έχει τρελαθεί. Αν δε σκεφτόταν την αποζημίωση θα μ’ είχε διώξει. Με πήρε χθες ο ύπνος μες το αστικό και ξαφνικά σε είδα να στέκεσαι όρθιος στο διάδρομο και να μου χαμογελάς. Έκανα να ‘ρθω προς το μέρος σου, έσπρωξα δυο τρεις, όμως τελικά δεν ήσουν πουθενά.
Σήμερα, στο δρόμο για το σπίτι κάποιος φορούσε τ’ άρωμά σου, πέρασε δίπλα μου και η μυρωδιά σου με σκότωσε. Έκλεισα πίσω μου την πόρτα και γονάτισα στο πάτωμα. Η καρδιά μου πονούσε πολύ, σου λέω αλήθεια πρώτη φορά στη ζωή μου πόνεσα έτσι. Δεν αντέχεται τέτοιος πόνος, το ξέρω πως μόνο εσύ θα με καταλάβεις, μόνο εσύ θα με πιστέψεις. Ανέβηκα στα κάγκελα και κοίταξα το χάος, αυτή τη μεγάλη, βρώμικη πόλη. Η ήχοι χάθηκαν. Η γειτόνισσα κάτι έλεγε μα εγώ δε την άκουγα, είδα μια στιγμή μονάχα τα χείλη της που ανοιγόκλειναν και τα χέρια της που τα κουνούσε μ’ γωνία. Χαμογελούσα. Ήσουν πάλι εκεί και με φώναζες με τ’ όνομά μου, μου χαμογελούσες. Και τότε σταμάτησα να πονάω. Δεν θα πονέσω πια.
“Bon Vivant” : “Αυτός που του αρέσει να απολαμβάνει τα καλύτερα πράγματα στη ζωή”. Το “Bon Vivant” δημιουργήθηκε λοιπόν για να μοιραστώ μαζί σας ότι όμορφο απολαμβάνω. Εδώ θα βρείτε επίσης λογοτεχνικά κείμενά μου καθώς και προτάσεις βιβλίων. Στη στήλη Social Media υπάρχουν ενδιαφέρουσες σελίδες ανθρώπων από το instagram & το facebook. Αναζητήστε ότι σας αρέσει στις στήλες του Bon Vivant κι ελάτε να απολαύσουμε μαζί τη ζωή.
Βιογραφικό
Γεννήθηκα και ζω στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασα Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων στο ΤΕΙ Θεσσαλίας. Σήμερα ασχολούμαι με τον τομέα του τουρισμού αφού διατηρώ την εταιρία ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων “Your Urban Stay”στη Θεσσαλονίκη.
Αγαπώ να γράφω και να διαβάζω. Το πρώτο μου μυθιστόρημα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πνοή το 2017 με τίτλο ” Η καγκελόπορτα της αγάπης”.
Αγαπώ το καλό φαγητό, τις ωραίες σειρές, τις στιγμές με τους αγαπημένους μου και τα ταξίδια!